τρυγοζύμη

τρυγοζύμη
η, Ν
είδος ζύμης που προκαλεί την αλκοολούχα ζύμωση σακχαρούχων υγρών και καθιζάνει στον πυθμένα τού δοχείου ζύμωσης, αλλ. βυθοζύμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρύγα + ζύμη (πρβλ. βυθο-ζύμη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”